Είναι η άρδευση η λύση για τον αμπελώνα της Σαντορίνης;
Toυ Καθηγητή Στέφανου Κουνδουρά
Ο αμπελοοινικός κλάδος ήταν από τους πρώτους διεθνώς που ασχολήθηκαν σοβαρά με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Ωστόσο, η έρευνα περιορίστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα στις επιπτώσεις της αύξησης της θερμοκρασίας, στη διατάραξη του ετήσιου κύκλου της αμπέλου και της χρονικής ακολουθίας των αναπτυξιακών της σταδίων με βασικό πρόβλημα τη χρονική μετατόπιση του τρύγου, την αύξηση του αλκοολικού βαθμού των οίνων, τον αποσυγχρονισμό της τεχνολογικής με τη φαινολική/αρωματική ωρίμανση και την απώλεια του ιδιαίτερου οργανοληπτικού χαρακτήρα των οίνων της ποικιλίας/περιοχής. Tα ακραία καιρικά φαινόμενα των τελευταίων ετών (παρατεταμένοι καύσωνες, χαμηλή βροχόπτωση, λειψυδρία κ.λπ.) έφεραν στο προσκήνιο ένα πιο απειλητικό σενάριο, αυτό της βιωσιμότητας της αμπελοκαλλιέργειας, ιδίως σε περιοχές με έντονα ξηροθερμικές συνθήκες.
Η Σαντορίνη αποτελεί, εκτός από την διασημότερη αμπελουργική ζώνη της Ελλάδας και τόπο παραγωγής των εμβληματικών λευκών οίνων, μία περιοχή στο όριο της προσαρμογής της αμπελουργίας που μπορεί να λειτουργήσει και ως περίπτωση μελέτης των μελλοντικών επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης στην αμπελουργία της Ελλάδας και γενικότερα των μεσογειακών χωρών. Η φετινή πρωτόγνωρα χαμηλή παραγωγή στη Σαντορίνη επανέφερε τις ανησυχίες του πρόσφατου παρελθόντος και ώθησε τους παραγωγούς να συμπεράνουν ότι η άρδευση θα είναι στο εξής η βασικότερη προϋπόθεσης για την επιβίωση των αμπελώνων. Παρότι έχω διατυπώσει στο παρελθόν τις απόψεις μου περί της άρδευσης των αμπελώνων, οι φετινές συνθήκες με έβαλαν σε σκέψεις σχετικά με το αν ακόμα και η άμπελος μπορεί να αντέξει σε αυτές τις δραματικές αλλαγές των τελευταίων ετών χωρίς τη δυνατότητα ποτίσματος (εφόσον φυσικά οι συνθήκες αυτές διατηρηθούν στο προσεχές μέλλον) ιδιαίτερα μάλιστα όταν πληθαίνουν και οι επιστημονικές απόψεις που συνηγορούν για την αναγκαιότητα της άρδευσης.
Πριν όμως επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα, θα πρέπει να εξετάσουμε καταρχήν το κατά πόσο είναι εφικτή η εξασφάλιση της απαιτούμενης ποσότητας νερού. Υπό συνθήκες εντεινόμενης λειψυδρίας η λογική προτάσσει την χρήση των λεγόμενων μη συμβατικών υδατικών πόρων, δηλ το νερό της αφαλάτωσης και το νερό της επεξεργασίας των λυμάτων βιομηχανικών δραστηριοτήτων και βιολογικών καθαρισμών, κυρίως για την κάλυψη δευτερευουσών χρήσεων για τις οποίες δεν απαιτείται πόσιμο νερό, όπως η γεωργία. Η επεξεργασία του νερού γίνεται με τη βοήθεια φυσικών, χημικών και βιολογικών παραγόντων ενώ το αφαλατωμένο νερό παράγεται από θαλασσινό ή υφάλμυρο νερό, με απομάκρυνση των αλάτων με ειδικές τεχνολογίες, όπως η αντίστροφη ώσμωση. Ασφαλώς η Ελλάδα, όπως και άλλες χώρες που πλήττονται από την κλιματική μεταβολή (ιδιαίτερα στη λεκάνη της Μεσογείου) θα πρέπει υποχρεωτικά να επενδύσει σε εγκαταστάσεις αφαλάτωσης ή επεξεργασίας του λεγόμενου «γκρίζου νερού», με κύριο χρήστη αυτού του νερού την γεωργία.
Η χρήση των εναλλακτικών πηγών νερού
Παρόλα τα πλεονεκτήματα αυτών των υδατικών πηγών, η επένδυση μόνο σε αυτή τη λύση δεν είναι αρκετή καθώς ενέχει και κινδύνους για το έδαφος, το περιβάλλον αλλά και την ίδια την καλλιέργεια.
Η ποιότητα του αρδευτικού νερού αξιολογείται με τη μέτρηση της ηλεκτρικής αγωγιμότητας που αποτελεί έμμεση εκτίμηση της αλατότητάς του, της περιεκτικότητάς του δηλ σε διαλυτά συστατικά. Παρότι έχουν γίνει μελέτες που αποδεικνύουν τη δυνατότητα άρδευσης της αμπέλου με νερό υψηλής ηλεκτρικής αγωγιμότητας 5 dS/m, επιθυμητές τιμές θεωρούνται οι μικρότερες από 1,5 dS/m. Αναφορικά με τα θέματα «ποιότητας» του νερού για την άμπελο και τον οίνο, τα δεδομένα, ειδικά για το επεξεργασμένο νερό είναι λιγοστά, ενώ για το αφαλατωμένο οι έρευνες δείχνουν αντικρουόμενα αποτελέσματα. Βέβαια, η εμπειρία στο θέμα αυτό χωρών με μεγάλη γνώση της άρδευσης της αμπέλου (όπως το Ισραήλ) αποτελεί μία πιθανή διασφάλιση για την προώθηση αυτών των πηγών άρδευσης στην περίπτωση αμπελώνων όπως αυτός της Σαντορίνης.
Επιπλέον, το συμπύκνωμα των διαφόρων αλάτων, αιωρούμενων σωματιδίων και μικροοργανισμών που απομακρύνονται συνιστούν ένα επικίνδυνο απόβλητο λόγω της περιεκτικότητάς του σε επιβλαβείς χημικές ενώσεις. Τέλος το κόστος εγκατάστασης και λειτουργίας των παραπάνω εγκαταστάσεων είναι υψηλό και άμεσα συνδεδεμένο με τον βαθμό επιβάρυνσης του νερού προς επεξεργασία, την επιθυμητή καθαρότητα του νερού προς χρήση και την απαιτούμενη ποσότητα, τα οποία θα καθορίσουν και το ύψος της δαπάνης.
Σε κάθε περίπτωση, η χρήση ενός τέτοιου νερού επιβάλλει τη χρήση ανθεκτικών υποκειμένων καθώς και εδάφη που στραγγίζουν καλά προκειμένου να διευκολύνεται η έκπλυση της περίσσειας των αλάτων. Ιδιαίτερα για τα μη εμβολιασμένα αμπέλια της Σαντορίνης, θα πρέπει να αξιολογηθεί η ανώτατη ανεκτή τιμή της ηλεκτρικής αγωγιμότητας του επεξεργασμένου νερού ειδάλλως η άρδευση θα οδηγήσει σωρευτικά σε αύξηση της αλατότητας των ήδη υποβαθμισμένων από τη μακρόχρονη προφυτρωτική ζιζανιοκτονία εδαφών του νησιού.
Μία πηγή νερού υψηλής ποιότητας που εφαρμόζεται από τα αρχαία χρόνια είναι οι ταμιευτήρες συλλογής βρόχινου νερού ή επιφανειακών υδάτων που επιπλέον καθαρίζουν τον υδροφόρο ορίζοντα και παρέχουν προστασία από πλημμυρικά φαινόμενα. Τέλος, οι γεωτρήσεις θα πρέπει να γίνονται με σύνεση καθώς είναι γνωστό ότι η άντληση νερού σε παράκτιες περιοχές, οδηγεί σε υφαλμύρωση του υπόγειου υδροφορέα και σε σταδιακή αχρήστευσή του.
Η σωστή πολιτική στο θέμα αυτό επιβάλλει το συνδυασμό των παραπάνω πηγών νερού καθότι οι ποσότητες που θα χρειαστούν είναι μεγάλες. Δεν σημαίνει βέβαια πως το νερό δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί με σύνεση και να αποτελεί μία λύση για την αντιμετώπιση έκτακτων συνθηκών όπως αυτές του φετινού καλοκαιριού και όχι ως πάγια πρακτική, δηλαδή να χρησιμοποιείται μόνο για την αντιμετώπιση περιόδων ακραίων θερμοκρασιών και ξηρασίας. Οι μικροεκτοξευτήρες ποτίσματος ή υδρονέφωσης είναι ίσως η καλύτερη λύση σε αυτή την περίπτωση διότι σε περιόδους καύσωνα αυξάνουν την σχετική υγρασία του αέρα και δροσίζουν τα φυτά μέσω εξάτμισης του νερού.
Η περίπτωση της Σαντορίνης
Οι υδατικές ανάγκες της αμπέλου στη Σαντορίνη για την βλαστική περίοδο μπορεί να ξεκινούν από 50 κυβικά μέτρα (κυβικά μέτρα = τόνοι) νερού ανά στρέμμα (που ισοδυναμεί με 50 χιλιοστά βροχόπτωσης) εφόσον γίνει λελογισμένη χρήση μόνο σε περιόδους μεγάλης ανάγκης, έως και 150 κυβικά μέτρα νερού ανά στρέμμα εφόσον η άρδευση γενικευτεί (όμως, όπως αναφέρω παρακάτω, η ολοένα και αυξανόμενη εξάρτηση της αμπέλου από το νερό μάλλον θα αυξήσει τις ανάγκες περισσότερο). Με άλλα λόγια, αν υπολογίσουμε την έκταση των αμπελώνων της Σαντορίνης σε 10.0000 στρ., για την άρδευση όλου του αμπελώνα θα απαιτηθούν κατά μέσο όρο 1.000.000 κυβικά μέτρα νερού (για να αντιληφθούμε την τάξη μεγέθους, ολόκληρη η τεχνητή λίμνη της Αγίας Βαρβάρας στη Βέροια έχει χωρητικότητα 4.000.000 κυβικά μέτρα νερού). Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο μέσος όρος της ετήσιας βροχόπτωσης στη Σαντορίνης μέχρι το 2019 ήταν κατά μέσο όρο 300 χιλιοστά μοιρασμένα μεταξύ χειμερινής και θερινής περιόδου.
Ακόμη όμως και αν βρεθεί μία μόνιμη και καλής ποιότητας πηγή νερού, πριν από την μετάβαση της αμπελουργίας της Σαντορίνης στην εποχή του ποτίσματος, θα πρέπει να αναλογιστούμε τις μακροχρόνιες συνέπειές της. Όσο κι αν φαίνεται οξύμωρο, η δημιουργία αμπελώνων προσαρμοσμένων στην ξηρασία απαιτεί κυρίως την αποφυγή της άρδευσης. Και αυτό γιατί όλοι οι σύγχρονοι τρόποι άρδευσης (υπέργεια ή υπόγεια στάγδην άρδευση) παρότι εξασφαλίζουν τη μέγιστη αποτελεσματικότητα χρήσης του νερού και περιορίζουν τη σπατάλη, τελικά οδηγούν σε ανάπτυξη της ρίζας σε μικρό βάθος, ακόμη και με τις πιο σύγχρονες πρακτικές όπως η Direct RootZone.
Σε έναν αμπελώνα αρδευόμενο από την εγκατάστασή του (δηλ. με επιφανειακό ριζικό σύστημα), οι μεταβολές της υδατικής κατάστασης των πρέμνων σε περιόδους έντονα ξηροθερμικών συνθηκών είναι ταχύτατες (λόγω της γρήγορης εξάντλησης του ωφέλιμου υδατικού αποθέματος του εδάφους που είναι άμεση συνέπεια του μειωμένου όγκου εδάφους που αποικίζει η ρίζα) με αποτέλεσμα τα φυτά, μέσα από τα συνεχή ποτίσματα, να υποβάλλονται σε διαδοχικούς κύκλους υδατικού στρες/ενυδάτωσης. Τα φυτά αυτά λοιπόν υφίστανται ουσιαστικά ένα διαρκές «κρύο/ζεστό ντους» και συνεπώς δεν μπορούν να έχουν μία ομαλή φυσιολογική και βιοχημική λειτουργία. Τα αμπέλια αυτά δεν θα μπορέσουν να αναπτύξουν μηχανισμούς προσαρμογής καθώς η ανάπτυξη μηχανισμών αντοχής ή ανοχής σε έναν παράγοντα καταπόνησης συμβαίνει όταν η έκθεση των φυτών στον παράγοντα αυτό γίνεται προοδευτικά όπως συμβαίνει με τα παραδοσιακά αυτόρριζα αμπέλια της Σαντορίνης με το βαθύ ριζικό σύστημα. Γι’αυτό και είναι βέβαιο ότι, εφόσον η άρδευση του αμπελώνα γενικευτεί, τουλάχιστον σε πρώτο χρόνο τα παλιά αμπέλια θα δείξουν μία πολύ καλύτερη απόκριση στο πότισμα από τα νεοφυτεμένα, ενώ και οι ποσότητες νερού που θα απαιτούν τα τελευταία θα είναι πολλαπλάσιες. Προοδευτικά όμως, με την αλλαγή του μοντέλου καλλιέργειας, όλα τα αμπέλια θα αλλάξουν τις «υδατικές τους συνήθειες» και η απαιτούμενη ποσότητα νερού για τη συντήρησή τους θα αυξηθεί δραματικά. Σε αυτό θα συντελέσει και η μειωμένη, σε σχέση με τα αυτόρριζα αμπέλια, δυνατότητα αξιοποίησης της χειμερινής βροχόπτωσης καθώς λόγω του αμμώδους εδάφους και υπεδάφους, η γρήγορη διήθηση του νερού σε βάθος θα θέτει γρήγορα το νερό αυτό εκτός εμβέλειας των ριζών των αμπελιών κατά την περίοδο που το έχουν περισσότερο ανάγκη, δηλ στις αρχές της άνοιξης.
Σε κάθε περίπτωση όμως, αν η Σαντορίνη επιλέξει ένα μοντέλο εξαρτώμενο από το νερό θα πρέπει η Σαντορίνη να αλλάξει ολόκληρη τη φιλοσοφία της αμπελοκαλλιέργειας. Υπάρχει όμως κάποιο άλλο μοντέλο; Η εγκατάσταση ξηρικών ή ήμι-ξηρικών (δηλ με δυνατότητα ποτίσματος σε ειδικές περιπτώσεις) αμπελώνων μπορεί να γίνει πλέον σήμερα με τις σημερινές συνθήκες της κλιματικής κρίσης;
Ένα νέο ολιστικό μοντέλο
Πολλοί επιστήμονες έχουν αρχίσει πλέον να συμβιβάζονται με την ιδέα της αδυναμίας καλλιέργειας της αμπέλου σε ξηροθερμικά περιβάλλοντα με ελάχιστη βροχόπτωση και προτείνουν την μετατόπισή της σε άλλα ευνοϊκότερα κλίματα. Θεωρώ πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποτελέσει λύση στην περίπτωση περιοχών παραγωγής οίνων χαμηλής τιμής, ωστόσο στην περίπτωση ιστορικών περιοχών με εξέχουσα σημασία για την προώθηση της ταυτότητας των ελληνικών οίνων, θα πρέπει να αναζητηθούν τρόποι διατήρησης της αμπελουργίας. Στην περίπτωση όμως αυτή θα πρέπει να ενδυναμωθούν μια σειρά από επικουρικές τεχνικές καλλιέργειας που μπορούν να συμβάλλουν στην μείωση της εξάρτησης των αμπελώνων από την άρδευση, τόσο σε παλιούς, εγκατεστημένους αμπελώνες όσο, κυρίως, στις νέες φυτεύσεις.
Και αυτό απαιτεί π.χ.
να μη βιαζόμαστε να αναπτύξουμε γρήγορα τις νέες φυτεύσεις αλλά να κλαδέψουμε χαμηλά για 2 και 3 χρονιές και να μην επιδιώκουμε την άμεση λήψη παραγωγής για να βοηθήσουμε τα αμπέλια να φτιάξουν ρίζα.
Ακόμα και αφότου μπει το αμπέλι στην παραγωγή, θα πρέπει να μειώσουμε την ένταση της εκμετάλλευσής του (λ.χ. μικρότερες παραγωγές).
Προϋποθέτει επίσης σωστή επιλογή της πυκνότητας φύτευσης (συνήθως μικρότερη αν και προσωπική μου άποψη είναι ότι λόγω της κάθετης ανάπτυξης της ρίζας των παλαιών αμπελώνων της Σαντορίνης, η πυκνότητα φύτευσης θα μπορούσε να αυξηθεί λίγο ώστε να αυξήσει την παραγωγή στο στρέμμα) και κυρίως πολύ καλή προετοιμασία του εδάφους με υπερβαθεία άροση πριν από την εγκατάσταση αλλά και κατά τα 2-3 χρόνια από τη φύτευση.
Κάποια υποβοήθηση με λίγο νερό σε πραγματικά κρίσιμες καταστάσεις, όπως ήταν ο περσινός και ο φετινός καύσωνας, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα 1 με 3 χρόνια από την εγκατάστασή του, είναι σίγουρα χρήσιμη. Κατά την προσωπική μου άποψη, ειδικά σε αμπελώνες με βαθύ ριζικό σύστημα, ένα καλό πότισμα στο ξεκίνημα της χρονιάς την άνοιξη που θα δώσει ώθηση στα αμπέλια, ειδικά μετά από χειμώνες χωρίς βροχή, είναι εξίσου αν όχι πιο σημαντικό, από τα καλοκαιρινά ποτίσματα.
Στη Σαντορίνη τα αμπέλια είναι αυτόρριζα όμως οι τοπικές ποικιλίες με μεγάλη ζωηρότητα (π.χ. Γαϊδουριά, Φλάσκα, Μανδηλαριά μεταξύ άλλων) θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως υποκείμενα της ποικιλίας Ασύρτικο που είναι πιο αδύνατη και ευαίσθητη. Οι ποικιλίες αυτές περιορίζονται σταδιακά λόγω της κυριαρχίας του Ασύρτικου, όμως παλαιότερα, το μεγαλύτερο ποσοστό τους στο σύνολο του αμπελώνα της Σαντορίνης έδινε μεγαλύτερη σιγουριά στους παραγωγούς σε δύσκολες χρονιές.
Το φύτεμα πρέπει να γίνεται νωρίς ώστε τα νεαρά φυτά να προλαβαίνουν να αναπτυχθούν επαρκώς πριν να έρθει η ζέστη και η ανομβρία του καλοκαιριού ενώ τα έρριζα φυτά που θα χρησιμοποιηθούν θα μπορούσαν να έχουν διαφορετικές προδιαγραφές (μεγαλύτερο μήκος) για να διευκολύνουν την εγκατάσταση της ρίζας σε βάθος.
Τέλος, η κατασκευή λάκκων μικρού βάθους στα σημεία εγκατάστασης των φυτών (στο πρότυπο της περιοχής Lanzarote στα Κανάρια νησιά), θα μπορούσε να κρατήσει τη βλάστηση χαμηλότερα και να την προστατέψει από τους ισχυρούς ανέμους που ταλαιπωρούν τα φυτά και αυξάνουν τη διαπνοή από το φύλλωμα κατά τους κρίσιμους καλοκαιρινούς μήνες. Οι λάκκοι αυτοί προστατεύονται από τον άνεμο από μεμονωμένους, ημικυκλικούς ή κυκλικούς πέτρινους τοίχους οι οποίοι θα μπορούσαν να γίνουν και στη Σαντορίνη απομακρύνοντας παράλληλα από την επιφάνεια του εδάφους τις πέτρες που δυσχεραίνουν την διαχείριση του εδάφους με άλλους τρόπους πλην της ζιζανιοκτονίας.
Επίσης, το νωρίτερο κλάδεμα θα βοηθήσει τα αμπέλια να επικεντρώσουν τις δυνάμεις τους σε λιγότερους οφθαλμούς και να βλαστάνουν με μεγαλύτερη «όρεξη» και ομοιομορφία την άνοιξη. Οι αμπελώνες της Σαντορίνης πρέπει να κλαδεύονται με μεγαλύτερη προσοχή και να επιλέγονται λιγότερα μάτια (λιγότερες και πιο κοντές αμολυτές των 5-6 οφθαλμών), αποφεύγοντας τις πολύ αδύνατες βέργες: τα επόμενα χρόνια ο τρόπος που θα κλαδευτούν τα αμπέλια της Σαντορίνης είναι καθοριστικός καθώς κύριος στόχος θα πρέπει να είναι η αποκατάσταση της ευρωστίας των φυτών.
Το ίδιο ισχύει και για την εφαρμογή θερινών εργασιών όπως το βλαστολόγημα γιατί η βασικότερη επιδίωξη των παραγωγών θα πρέπει να είναι η «εξοικονόμηση» της δύναμης των φυτών ώστε να δημιουργήσουν ένα πλούσιο φύλλωμα πριν από την έλευση του καλοκαιριού που θα προστατεύει τα σταφύλια. Η προστασία του φυλλώματος και των σταφυλιών με σκευάσματα όπως ο καολίνης ή ο ζεόλιθος έχει δείξει επίσης ενθαρρυντικά αποτελέσματα.
Τέλος, κεντρικό ρόλο σε αυτή την προσπάθεια εφαρμογής ενός μοντέλου καλλιέργειας με τη μικρότερη δυνατή εξάρτηση από την άρδευση είναι ασφαλώς η διαχείριση του εδάφους. Σήμερα, η νέα τάση της αναγεννητικής γεωργίας συστήνει την ελάχιστη διατάραξη του εδάφους και τη μόνιμη κάλυψή του με βλάστηση ή υπολείμματα αυτής ώστε να αποκατασταθεί σταδιακά η βιολογική δραστηριότητα του εδάφους και να αυξηθεί η οργανική του ουσία. Παρά τη μεγάλη προβολή αυτών των πρακτικών σήμερα, τα πιθανά οφέλη τους αναφορικά με τη συγκράτηση του εδαφικού νερού εξαρτώνται από τη μηχανική σύσταση του εδάφους και τις κλιματικές συνθήκες. Στα ξηρά αμμώδη εδάφη της Σαντορίνης, η χρόνια εφαρμογή προφυτρωτικών ζιζανιοκτόνων και η απουσία κάθε μορφής καλλιεργεια του εδάφους επιβάλλουν την κατεργασία του εδάφους με ήπια μέσα ώστε να ξαναδημιουργηθεί ένα γόνιμο επιφανειακό έδαφος, να σπάσει η επιφανειακή κρούστα και να επιτραπεί η διήθηση του νερού. Η αυτοφυής βλάστησης (ειδικά τα δύσκολα ζιζάνια που έχουν απομείνει) ανταγωνίζεται τα φυτά για το νερό και η παραμονή της θα πρέπει να θεωρείται επιζήμια τόσο στο ξεκίνημα της άνοιξης όταν οι αυξητικές ανάγκες των φυτών απαιτούν επάρκεια νερού όσο και κατά τους θερμούς καλοκαιρινούς μήνες. Ιδανικά θα μπορούσαν να αντικατασταθούν από ψυχανθή (οικογένεια φυτών με ικανότητα να δεσμεύουν το άζωτο της ατμόσφαιρας και να το διοχετεύουν στο έδαφος) κατά τους χειμερινούς μήνες. Τα αμμώδη εδάφη της Σαντορίνης δεν κινδυνεύουν από συμπίεση ούτε θα επωφελούνταν ιδιαίτερα από το ριζικό σύστημα της αυτοφυούς βλάστησης όπως τα βαρύτερα εδάφη. Ωστόσο είναι επιβεβλημένη η αύξηση της οργανικής τους ουσίας που αποτελεί τον μόνο τρόπο βελτίωσης της δομής και αύξησης της υδατοχωρητικότητάς τους. Καλύτερη επέμβαση είναι η κάλυψη του εδάφους με οργανικά υλικά και υπολείμματα (κληματίδες, ροκανίδια, πέλετ κ.λπ.) κυρίως γύρω από τα φυτά, κατά προτίμηση σκούρου χρώματος: αυτή η τακτική, θα αυξήσει προοδευτικά την οργανική ουσία, θα εμποδίζει την απώλεια υγρασίας από το έδαφος ενώ θα βελτιώσει το θερμικό μικροκλίμα των φυτών.
Ο αμπελώνας της Σαντορίνης αποτελεί ένα στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί από τους Έλληνες αμπελουργούς και οινοποιούς. Η λύση του προβλήματος δεν είναι εύκολη και θα απαιτήσει συνετές ενέργειες με μακροχρόνια προοπτική. Είναι όμως επιτακτική ανάγκη να δραστηριοποιηθούμε όλοι άμεσα...
( Ο Στέφανος Κουνδουράς είναι Καθηγητής Αμπελουργίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης)