Ελληνικό κρασί πού πας;
Του Γιάννη Καρακάση MW
Προσπαθώντας να θυμηθώ τη γεύση του ελληνικού κρασιού περνάνε γρήγορα μπροστά μου εικόνες από Grande Reserve Νάουσα, Μαγικό Βουνό, Άβατον μέχρι και ημίγλυκα. Ποιος θυμάται μια στρογγυλή περίεργη φιάλη με το όνειρο Allotino που κυκλοφορούσε στα τέλη της δεκαετίας του 90; Βάζω στοίχημα ότι είχε τα ζαχαράκια του αλλά Θεέ μου (τότε) ήταν υπέροχο. Σαν το φιλί του Ιούδα ένα πράγμα.
Λίγο πιο μετά στην εποχή των Wine Commanders, μαζί με το Γρηγόρη, και έχοντας ήδη μπει στο πρόγραμμα του Ινστιτούτου των Masters of Wine άρχισα να ανακαλύπτω το βάθος του ελληνικού αμπελώνα. Η πρώτη μας πιθανότατα γευσιγνωσία ήταν για τα παλαιωμένα λευκά και εκεί εμφανίστηκε ακόμη και ένα Chateau Matsa απροσδιόριστης ηλικίας. Ούτε η ίδια η Ρωξάνη (Μάτσα) δεν μπορούσε να πει με ακρίβεια πόσο παλιό ήταν. Ήταν συναρπαστικό να βλέπεις αυτό που όλοι λέμε σήμερα (χωρίς όμως ακόμη να το κάνουμε πράξη) ότι τα λευκά μας δεν πρέπει να πίνονται φρέσκα. Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγηθήκαμε στη γευσιγνωσία με το δίλημμα της Σαντορίνης, εν έτη 2014 παρακαλώ!
Λίγο πιο μετά ήταν η σειρά των κόκκινων με αφορμή ένα Chateau Porto Carras 1993. Όταν το πρώτο-δοκίμασα έμεινα άφωνος και επικοινωνούσα με νοήματα για κάνα πεντάλεπτο. Έτσι πρότεινα στην τότε ιδιοκτήτρια του κτήματος Υλιάνα Στέγγου, να γίνει μία γευσιγνωσία που θα κάλυπτε τις πέντε δεκαετίες του κτήματος μέχρι τον Πορφυρογέννητο του 1975. Δεν έπεφτε ούτε καρφίτσα τότε στο θρυλικό Paradiso. Λίγο πιο μετά ήρθε η σειρά του Ξινόμαυρου σε μία κάθετη εξερεύνηση πολλών δεκαετιών στα πλαίσια της ‘’Νάουσας Πόλης του Οίνου’’. Ωραίες εποχές χωρίς αμφιβολία και το ελληνικό κρασί όσοι πραγματικά το υποστηρίζουμε – ακόμα και αν αυτό συμβαίνει μόνο μερικές ημέρες το χρόνο γιατί και τα Cru Classe έχουν ψυχή - λέμε με μία φωνή ότι έχει κάνει άλματα. Όντως όμως ή μήπως παραμυθιάζουμε τις εαυτούς μας; Κάτι που το απολαμβάνουμε ως λαός γενικά. Έχουμε γνώμη για τα πάντα, είμαστε οι καλύτεροι και σίγουρα οι εξυπνότεροι.
Στην πράξη αυτό που έχει συμβεί είναι μία μετάβαση. Από τις σκιές του παρελθόντος και τα κρασιά με χαρακτήρα περισσότερο καύσιμης ύλης παρά terroir αρχίσαμε να ζούμε το αμερικάνικο όνειρο. Οι εξαγωγές στην αμερικανική ήπειρο αυξήθηκαν, τα κρασιά μας (όχι μόνο Σαντορίνη) μπήκαν σε αστεράτα εστιατόρια ανά τον κόσμο, υπάρχει ακόμη και μία διεθνής σκηνή με νάτσουραλ κρασιά που θεωρώ όμως ότι περισσότερο διψάει για οτιδήποτε dirty παρά για πραγματικά καλά κρασιά. Η δε εξάπλωση των ελληνικών εστιατορίων σε ωραία κονσεπτάκια ανά τον πλανήτη καλά κρατεί ενώ ο τουρισμός χτύπαγε κόκκινο με πάνω από 30 εκατομμύρια διψασμένους τουρίστες το 2019. Ποιοτικά, δεν είναι τυχαίο ότι δοκιμάζουμε τυφλά ελληνικά κρασιά δίπλα σε ξένα και στέκονται αξιοπρεπώς. Με όλα αυτά υπάρχουν βάσιμες υποψίες αισιοδοξίας.
Από την άλλη πιάνω συχνά τον εαυτό μου να αναρωτιέται. Πόσο μεγάλη ήταν τελικά αυτή η αύξηση των εξαγωγών, γιατί όλο το ελληνικό κρασί είναι δεν είναι σε αξία 79 εκ ευρώ για το 2019 (οι εισαγωγές από την άλλη καλπάζουν με 48 εκ το 2019 από 24 εκ το 2010) και εξάγεται μόλις το 13%; Η ελληνική αγορά, μου λένε διανομείς και παραγωγοί, έχει κατακλυστεί με ροζέ κρασί ενώ κάποια οινοποιεία κάνουν και τέσσερα ή και πέντε ροζέ που στην υπερβολή όλα μοιάζουν μεταξύ τους. Αλήθεια είναι το όνειρο μας να γίνουμε μία ελληνική Προβηγκία; Με αυτή την περιοχή στον κόσμο θα θέλαμε να ταυτιστούμε; Αυτό είναι το ελληνικό όνειρο; Να φωνάζουμε ότι κάνουμε κρασιά terroir αλλά να πουλάμε ροζέ, που ελάχιστα, και από συγκεκριμένες ποικιλίες και τερουάρ μπορούν να κάνουν τη διαφορά; Και οι διψασμένοι τουρίστες πίνουν φουλ στον ασκό. Κάτι δεν πάει καλά στο βασίλειο της Δανιμαρκίας.
Ελληνικό κρασί που πας; Έχεις από τη μία τους θησαυρούς των αυτόχθονων ποικιλιών, το Ασύρτικο με μία ανεπανάληπτη αλμύρα και ενέργεια, το Ξινόμαυρο με αυτά τα απίστευτα αρώματα, το Αγιωργίτικο που μπορεί να σε βάλει στο κλίμα, τη Ρομπόλα, τη Μαλαγουζιά και το Βιδιανό (προφανώς δεν μπορώ να αναφέρω όλες τις ποικιλίες οπότε οι παρεξηγησιάρηδες ας πάρουν μία ανάσα) και στο τέλος παράγουμε όλο και περισσότερα κρασιά τύπου Αλμπαρίνο; Γιατί επίσης συχνά πυκνά πέφτουμε στην παγίδα του ultra μοντέρνου, φουλ στις ζύμες, στα ένζυμα και στα υπόλοιπα πρόσθετα; Aς μου το εξηγήσει κάποιος. Γιατί στο τέλος της ημέρας δεν λέμε την αλήθεια και γιατί ωραιοποιούμε τα πάντα; Γιατί δεν μπορούμε να αναφέρουμε τις ποικιλίες στην ετικέτα και γιατί είναι τόσο δύσκολο να αναφερθούν τα τοπωνύμια σε κρασιά terroir; Παύση αεροπλάνο.
Από την άλλη τα καλύτερα μας κρασιά είναι ΣΠΟΥΔΑΙΑ και από αυτόχθονες και από διεθνείς ποικιλίες. Με όλα τα γράμματα κεφαλαία. Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία για αυτό. Πόσο σπουδαία; Όσο δεν φαντάζεστε ή δυσκολεύεστε να πιστέψετε. Σαντορίνες που στέκονται άξια δίπλα σε Ραβενώ, Ξινόμαυρα θεϊκά, Μαυροτράγανα να τα πιεις στο ποτήρι, ποικιλίες λιγότερο προβεβλημένες να προκαλούν παγκόσμια συζήτηση. Ήδη άρχισα να βλέπω σε δημοπρασίες Σαντορίνες και τρίβω τα μάτια μου. Το secondary market δείχνει το δρόμο για τα fine wines.
Το ελληνικό κρασί έχει το δικαίωμα να κοιτάξει στα μάτια μεγάλα κρασιά, προφανώς δεν υπάρχει Λαφίτ και Μονρασέ και ούτε πρόκειται να υπάρξει αλλά δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Αν σκεφτούμε κάτι τέτοιο χάνουμε την ουσία αλλά και το μέτρο σύγκρισης. Τα συγκεκριμένα κρασιά αποτελούν τη μονάδα μέτρησης. Στεκόμαστε με σεβασμό μπροστά σε μία τέτοια φιάλη και βαράμε προσοχή.
Ναι λοιπόν δεν έχουμε fine wines με την έννοια ενός τέτοιου κρασιού (το έχω γράψει από το 2018, δεν θέλω να βάλω κανένα link στο σημερινό άρθρο οπότε ψάξτε το στο σάιτ). Ακόμα. Είμαστε παρόλα αυτά μία νέα οινική βιομηχανία, αν και με παράδοση χιλιάδων ετών, που έχει περάσει αμέτρητους πολέμους από το 1897 και τον πρώτο ελληνοτουρκικό πόλεμο και που η φυλλοξήρα έκανε σημαντική ζημιά σε όλη την χώρα ερημώνοντας τον αμπελώνα. Και βγάζουμε και μικρές ποσότητες. Όμως, όμως όλα αυτά μπορούν να αλλάξουν και αλλάζουν δίχως αμφιβολία με εμμονή στην ποιότητα, στην εξερεύνηση του terroir, με ενδυνάμωση του μηνύματος, καθαρές ετικέτες και τα σχετικά.
Υπάρχουν πολλά παραδείγματα περιοχών που έχουν ανέλθει σε status fine wines από τους οινοποιούς τους που ήταν απλοί αγρότες στο στυλ ''το μικρό σπίτι στο λειβάδι''. Ακόμα και στη Γαλλία! Για παράδειγμα, στο Condrieu το 1960 είχαν απομείνει μόνο 8 εκτάρια και το όραμα ενός μόνο άντρα, του Georges Vernay, το έβγαλε από την αφάνεια και τώρα μιλάμε με θαυμασμό για τα κρασιά της περιοχής. Στο Côte-Rôtie τα κρασιά κόστιζαν όσο μία τυρόπιτα κουρού πριν τα σκορ των 100 πόντων που δόθηκαν στα LaLa's του Guigal. Στο Cornas, νοτιότερα, τα κρασιά του Clape και του Allemand μπήκαν στο ασανσερ των fine wines μόνο τα τελευταία χρόνια.
Και αν πάμε εκτός Γαλλίας, πόσος καιρός έχει περάσει που οι Σούπερ-Τοσκάνες έχουν μπει στην αρένα; Ο Antinori κυκλοφόρησε τον πρώτο του τρύγο μόλις το 1968! Για να μην αναφέρουμε τα ακόμη πιο πρόσφατα κρασιά από Swartland των Sadie και Mullineaux ή τα κρασιά του Priorat.
Οι επόμενες δεκαετίες του ελληνικού κρασιού είναι το μεγάλο στοίχημα. Όσοι δουλέψουν πραγματικά στο αμπέλι - με έργα και όχι λόγια - έχουν δικαίωμα σε μεγάλα όνειρα και μεγάλα κρασιά. Είναι ένας δύσκολος δρόμος δίχως αμφιβολία αλλά αν ήταν εύκολος δεν θα είχε ούτε αξία ούτε ενδιαφέρον. To 1983 οι Dire Straits όταν υπήρχε πραγματική μουσική έγραφαν το Love Over Gold. Αναμεσά στα τραγούδια το Telegraph Road μιλάει για τις αλλαγές κατά μήκους αυτού του δρόμου στο πέρασμα των δεκαετιών. Κάθε φορά που το ακούω σκέφτομαι όλα αυτά που μπορούν να κάνουν το ελληνικό κρασί ένα rolling river. Βαθύ και πλατύ.
Then came the churches, then came the schools
Then came the lawyers, then came the rules
Then came the trains and the trucks with their loads
And the dirty old track was the Telegraph Road
Then came the mines, then came the ore,
Then there was the hard times, then there was a war
Telegraph sang a song about the world outside
Telegraph Road got so deep and so wide
Like a rolling river