Ζήτημα ταυτότητας
Γράφω το σύντομο αυτό αρθράκι μετά από ένα γεμάτο virtual tasting που είχα τα χαρά να συντονίσω για τις νέες προσπάθειες των κυπριακών οινοποιείων στην ποικιλία Ξυνιστέρι. Νέες προσπάθειες και νέες ετικέτες που έρχονται να συμπληρώσουν τις βασικές εκφράσεις της ποικιλίας προσπαθώντας να εξερευνήσουν τα όρια της. Και έχοντας πει αυτό θεωρώ είναι καιρός να βάλουμε σε μία τάξη, τα των πολλών ή όχι ετικετών ενός οινοποιείου.
Πόσες ετικέτες είναι πολλές και πόσες λίγες; Υπάρχει συγκεκριμένος αριθμός που είναι ο επιτρεπτός και αν ναι ποια είναι η μαγική φόρμουλα; Φαντάζομαι ότι για να το πει κάποιος αυτό ή καλύτερα να το προσεγγίσει με ακρίβεια, θα πρέπει να ξέρει πρώτον τη φιλοσοφία του παραγωγού, δεύτερον τη συνολική παραγωγή του και τρίτον τη στρατηγική τοποθέτησής του. Για παράδειγμα, υπάρχουν εξαιρετικά οινοποιεία με σχετικά μικρή παραγωγή και δεκάδες ετικέτες που θεωρούνται ότι είναι ότι πιο καυτό υπάρχει όπως το Blankbottle στη Νότιο Αφρική (36 ετικέτες σε μία χρονιά το 2016) αλλά και άλλα ειδικά σε περιοχές με μεγάλο βαθμό κατάτμησης. Τι σημαίνει είναι πολλές οι ετικέτες και ποιος το καθορίζει αυτό; Ένα από τα πιο ανερχόμενα βουργουνδέζικα οινοποιεία του Sylvaine Pataille έχει 5 μόνο ετικέτες για το ταπεινό Aligote και 7 για το Marsannay, το Domaine de l'Ecu στο Muscadet κοντά στις 20 με 3 ανά διαφορετικό έδαφος που φύεται το Melon (Orthogneiss, Granite, Rednoz). Από τα πιο αγαπημένα οινοποιεία στη Νότιο Αφρική του Alheit έχει δίπλα στην κλασική αξία του Cartology όλα τα περίεργα 'ζουμιά' από αμπελώνες που έχει διασώσει. Ο Πορτογάλος επαναστάτης της Bairrada και της Baga εχει 5 διαφορετικές σειρές κρασιών και δεκάδες ετικέτες.
Στο μυαλό μου η εξήγηση είναι διαφορετική. Δεν είναι ο αριθμός των ετικετών το πρόβλημα αλλά οι προθέσεις. Υπηρετούν τη φιλοσοφία της ποιότητας, της εξερεύνησης του terroir και των ποικιλιών, προσθέτουν κεφάλαια στο αφήγημα ή είναι μία ακόμη ετικέτα που πρέπει να βγει για διάφορους άλλους λόγους; Η Χλόη Χατζηβαρύτη ανάμεσα και στους διακριθέντες του 50 Great Greek Wines χαράσσει νέους δρόμους με μία νέα σειρά ετικετών που συνεχώς διευρύνεται εξερευνώντας το Ασύρτικο, τη Νεγκόσκα, το Ξινόμαυρο και τα αφρώδη κρασιά. Άλλοι δύο παραγωγοί από τους βραβευμένους στο 50 GGW, το οινοποιείο Λυραράκης και Τρουπής έχουν παρόμοια φιλοσοφία. Ο πρώτος έχει 11 single vineyard, τα 10 εκ των οποίων αφορούν κρητικές ποικιλίες. Κάποια από αυτά αποτελούν τη μοναδική 100% εκδοχή που υπάρχει για κρητική ποικιλία. Ο δεύτερος έχει βάλει κάτω το Μοσχοφίλερο και το ψάχνει σε όλες τις εκδοχές σε 8 παραλλαγές αν τις μέτρησα καλά. Στη Σαντορίνη ο Σιγάλας δημιούργησε μία νέα συζήτηση με τα 7 χωριά ενώ πρόσφατα ο Καραμολέγκος κυκλοφόρησε 3 νέα single vineyards.
Από την άλλη δε συμφωνώ με τις δεκάδες ετικέτες και κάθε δύο χρόνια rebranding στο ίδιο κρασί κάτι που βγάζει εκτός και τον επαγγελματία και τον οινόφιλο.
Δε συμφωνώ ότι όλοι πρέπει να έχουν από μία Μαλαγουζιά, ένα Ασύρτικο, 3 ροζέ και ένα πορτοκαλί κρασί. Μόνο στην Ελλάδα υποθέτω υπάρχει το concept ψαροταβέρνας με στήθος κοτόπουλο, χοιρινή και μπιφτέκια-πατάτα.
Δε συμφωνώ με τις 5 ετικέτες ροζέ ανά οινοποιείο που μας πάει σε μία άλλη κατεύθυνση εκτός αν το όνειρο της Ελλάδας είναι να τοποθετηθεί ως η Νέα Προβηγκία.
Αν δεν κρατήσουμε τη φλόγα ζωντανή με νέες δουλειές που εξελίσσουν το ελληνικό κρασί, τις ελληνικές ποικιλίες και τα ελληνικά terroir, αν δεν κρατήσουμε τη μηχανή αναμμένη τότε θα ανακαλύψουμε ότι η σκόνη κάποια στιγμή θα καταλαγιάσει και μετά θα είμαστε πάλι πίσω στη συζήτηση. Το θέμα λοιπόν δεν είναι ο αριθμός των ετικετών αλλά πόσες από αυτές υπάρχει πραγματικός λόγος να βγουν. Ένα θέμα ταυτότητας μέσω αυτοπεποίθησης.
Kαλή Κυριακή
Γιάννης