Γιατί λέμε ΝΑΙ στις ελληνικές ποικιλίες;
Mία εκδοχή αυτού του άρθρου δημοσιεύθηκε στον Οινοχόο Δεκεμβρίου 2022 όμως το παρόν είναι εκτενέστερο
Tου Γιάννη Καρακάση MW
Από τις σκιές των γραφικών κουτουκιών στα σαλόνια των αστεράτων εστιατορίων και από τη rocket fuel ρετσίνα του παρελθόντος στις μεγάλες Σαντορίνες του σήμερα το ελληνικό κρασί έχει πραγματοποιήσει την τελευταία εικοσαετία τέτοια άλματα που μπορούν να συγκριθούν μόνο με αυτά του Μιλτιάδη Τεντόγλου. Θα ήταν ψευδαίσθηση αν κάποιος νόμιζε ότι ο δρόμος ήταν το μονοπάτι ήταν στρωμένο ροδοπέταλα. Αντίθετα ήταν ένας δρόμος ανηφορικός όπως είναι όλα τα ωραία πράγματα στη ζωή αλλά η καθιέρωση στο παγκόσμιο στερέωμα δεν φαντάζει πια και τόσο άπιαστο όνειρο. Το ελληνικό κρασί όχι μόνο διηγείται ιστορίες αλλά πλέον δημιουργεί πρότυπα και εμπνέει.
Υπάρχουν πολλοί εμφανείς αλλά και αφανείς συντελεστές σε αυτή την αναγέννηση. Κανείς όμως δεν δηλώνει τόσο εμφατικά παρών όσο ο θησαυρός των αυτόχθονων ελληνικών ποικιλιών. Οι 210 εγγεγραμμένες ποικιλίες στον ελληνικό εθνικό κατάλογο (άγνωστο πόσες ακόμη περιμένουν να ανακαλυφθούν) αποτελούν το απόλυτο υπερόπλο στην παγκόσμια οινική αρένα και ένα συγκριτικό πλεονέκτημα που κάνει τη διαφορά. Όταν άλλες χώρες προσπαθούν τώρα (και με μεγάλη καθυστέρηση) να ανοίξουν την συζήτηση με τις δικές του αυτόχθονες ποικιλίες, ο δικός μας αμπελώνας είναι ήδη φυτεμένος στο 90% με αυτές!
Aσύρτικο, Μοσχοφίλερο, Βιδιανό, Ρομπόλα, Μαλαγουζιά, Σαββατιανό, Κυδωνίτσα, Ροδίτης, Αγιωργίτικο, Ξινόμαυρο, Μούχταρο, Μαυροτράγανο, Μαυροδάφνη, Λημνιό, Λημνιώνα ...Εδώ το πρόβλημα δεν είναι να βρούμε κάτι να πούμε αλλά τι να πούμε και πως να τις διαχειριστούμε επικοινωνιακά τόσες πολλές που είναι.
Τα πλεονεκτήματα των γηγενών ποικιλιών έχουν πολλάκις αναφερθεί και εξηγηθεί. Επιτρέψτε μου σήμερα να εστιάσω και να αναλύσω μόνο δύο από αυτά. Το πρώτο αναφέρεται στο πόσο ταιριαστές είναι οι ελληνικές ποικιλίες στην κλιματική αλλαγή που βιώνουμε. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που έχουν αρχίζει να είναι περιζήτητες και στο εξωτερικό, ιδιαίτερα σε σχετικά θερμά κλίματα. Το Ασύρτικο φύεται πλέον από την Αυστραλία έως τη Νότιο Αφρική και τις ΗΠΑ ενώ ενδιαφέρον υπάρχει και για άλλες ποικιλίες όπως το Αγιωργίτικο. Ο λόγος της επιτυχίας τους είναι σχετικά απλός καθώς ειδικά οι όψιμες ποικιλίες (αυτές που ωριμάζουν αργά μέσα στον Σεπτέμβριο) αντιδρούν πιο αργά στην αλλαγή των κλιματολογικών συνθηκών όντας εγκλιματισμένες στον τόπο τους εδώ και αιώνες. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει ή αν συμβαίνει είναι σε πολύ λιγότερο βαθμό με τις διεθνείς ποικιλίες όπως το Sauvignon Blanc και το Syrah για παράδειγμα.
Το δεύτερο αφορά τα χαρακτηριστικά τους. Να υποθέσω ότι αρκετοί έχετε δει ή τουλάχιστον ακούσει για την ταινία Transporter όπου ο Jason Statham είναι ένας μισθοφόρος "transporter" που μεταφέρει ότι χρειάζεται, οπουδήποτε και χωρίς ερωτήσεις αν η τιμή είναι σωστή. Σε ένα παράλληλο σύμπαν οι ελληνικές ποικιλίες μπορούν να μεταφέρουν νοερά τον καταναλωτή στην περιοχή από την οποία κατάγονται. Και μάλιστα σε εξαιρετικές τιμές.
Αυτό λέγεται ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΤΗΤΑ να μην μπορούν δηλαδή να σε κοπιάρουν. Τι εννοώ; Μυρίζετε σε ένα Ξινόμαυρο ελιά, λιαστή τομάτα, θυμάρι και φράουλα και μεταφέρεστε αυτόματα στη Νάουσα. Πιο φρουτένιο χαρακτήρα και ραφιναρισμένη παλέτα και τσουπ στάση στο Αμύνταιο. Το Λιάτικο και το Βιδιανό με τον πλούτο τους και τη μεσογειακή ζεστασιά τους οριοθετούν τα χαρακτηριστικά του κρητικού αμπελώνα ενώ ο ήπια αρωματικός χαρακτήρας της Ρομπόλας με μία δόση από μάραθο σε ταξιδεύει στην Κεφαλονιά.
Οι ελληνικές ποικιλίες έχουν κάνει λοιπόν τη διαφορά και έχουν αλλάξει τον ρου του ελληνικού κρασιού από περιφερειακό και δύσκολο σε μοδάτο και σέξυ.
Έχοντας πει τα παραπάνω υπάρχει χώρος για τις διεθνείς ποικιλίες στην Ελλάδα; Θα πρέπει να απορρίψουμε το Chardonnay, το Sauvignon Blanc, το Merlot, το Syrah και το Cabernet Sauvignon ή μήπως όχι; Νομίζω ότι βρήκα το άρθρο για την επόμενη φορά αλλά παρακαλώ γράψτε μου στα σχόλια την άποψή σας.
Καλή Κυριακή
Γιάννης