Το επίμαχο θέμα Ρετσίνα
Πολύ πρόσφατα υπέπεσε στην αντίληψη μου ένα άρθρο του Mark Squires, ο οποίος είναι - μαζί με άλλες χώρες - ο υπεύθυνος κριτικός του Wine Advocate για την Ελλάδα. Μπορείτε να διαβάσετε το σχετικό άρθρο στο σύνδεσμο ΑΥΤΟ, περιληπτικά όμως μπορούμε να συνοψίσουμε στο ότι ο Squires επιχειρηματολογεί γύρω από το θέμα της Ρετσίνας, περιγράφοντας τη ως μία ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ παρά ως ένα κρασί, για να καταλήξει ότι είναι υπέρ των ελληνικών οινικών συμφερόντων να μη ξαναδούμε τη λέξη Ρετσίνα στην ίδια πρόταση με τη λέξη κρασί.
Μπορώ, σε κάποια σημεία, να συμφωνήσω με τα γραφόμενα του, όπως για παράδειγμα στο ότι η Ρετσίνα δεν προορίζεται για παλαίωση. Σε γενικές γραμμές όμως, προσεγγίζω το θέμα διαφορετικά, με έναν τρόπο ανάλογο με αυτόν που περιγράφω στο κεφάλαιο για τη Ρετσίνα στο ηλεκτρονικό μου βιβλίο The Vineyards and Wines of Greece 2017.
Οι σκέψεις μου όσον αφορά τη Ρετσίνα είναι οι εξής:
Η Ρετσίνα είναι ένα ρετσινωμένο κρασί (resinated wine το λένε στα αγγλικά). Όχι μια διαδικασία, αλλά ένα κρασί στο οποίο ελεγχόμενη ποσότητα ρητίνης πεύκου προστίθεται κατά τη ζύμωση, σύμφωνα με μία παράδοση που ταξιδεύει κατά πολλές χιλιάδες χρόνια πίσω στο χρόνο. Η υψηλή όμως ζήτηση τη δεκαετία του 60 είχε αρνητικό αντίκτυπο στην τελική ποιότητα, με αποτέλεσμα η αγορά να πλημμυριστεί από μεγάλες ποσότητες φθηνής Ρετσίνας που κατά κύριο λόγο πουλιόνταν χύμα. Τόνοι ρητίνης προστέθηκαν για να κρυφτούν τα ελαττώματα του κρασιού λόγω κακής πρώτης ύλης ή/και απαράδεκτης μεταχείρισης στο κελάρι. Η κακή, αυτή, ποιότητα επηρέασε τελικά την εικόνα του ελληνικού κρασιού για πολλά χρόνια, μια και ακόμα συναντάμε καταναλωτές με την αντίληψη ότι η γεύση του ελληνικού κρασιού είναι συνώνυμη με αυτή μίας φθηνής Ρετσίνας.
Υπάρχουν όμως καλά νέα. Στην αγορά συναντάμε πλέον μοντέρνες, new-age Ρετσίνες που όχι μόνο είναι φτιαγμένες σωστά, αλλά διαθέτουν και μοναδικό χαρακτήρα, καταφέρνοντας με τον τρόπο αυτό να αποτυπώσουν το ελληνικό καλοκαίρι στο περιεχόμενο της φιάλης τους. Η νέα γενιά αυτή εστιάζει στην καινοτομία, στην ποιότητα, αλλά και στη μοναδικότητα, αποδεικνύοντας ότι μία δημιουργικά ανήσυχη ομάδα Ελλήνων οινοποιών είναι εδώ, διατεθειμένη να επαναπροσδιορίσει το κλασικό στυλ.
Παραδείγματα αυτής της προσπάθειας να αλλάξει το παιχνίδι είναι:
- Ο Ρητινίτης Nobilis της Γαίας, φτιαγμένος απο ημιορεινό Ροδίτη
- Το Δάκρυ του Πεύκου απο τον Κεχρή στη Μακεδονία από Ασύρτικο ζυμωμένο σε βαρέλι
- Η Ρετσίνα του Τετράμυθου από ορεινό Ροδίτη στα 800μ υψόμετρο, ο οποίος ζυμώνεται σε αμφορείς
Ρετσίνες που επίσης αξίζουν προσοχής και αναφοράς είναι αυτές των Παπαγιαννάκου, Βασιλείου, Μυλωνά, Γκίκα και Μάρκου, όλες από την περιοχή της Αττικής.
Υπάρχουν βέβαια και σοβαροί παράγοντες που αποτρέπουν το θέμα Ρετσίνα από την ανάπτυξη περαιτέρω δυναμικής. Αρχικά αναζητείται μία νέα στρατηγική στο μάρκετινγκ της, μια και δεν είναι δυνατόν να αναγνωριστεί η Ρετσίνα ως προϊόν ευρισκόμενη εκτός ενός γενικού πλαισίου υποστήριξης. Κατά δεύτερο λόγο, μία νέα ταξινόμηση θα ήταν κεντρικής σημασίας στην προσπάθεια διαχωρισμού κρασιών υψηλής ποιότητας από αυτά που, μέσω της υπερ-ρετσίνωσης ο οινοποιός προσπαθεί να κρύψει την κακή ποιότητα της πρώτης ύλης. Επί του παρόντος κυριαρχεί μεγάλο μπέρδεμα μεταξύ των παραδοσιακών και των ΠΓΕ ονομασιών, με τις δεύτερες αν και πολλές σε αριθμό, να μη βοηθούν καθόλου στην ποιοτική διάκριση του προϊόντος. Προσωπικά οραματίζομαι μία ταξινόμηση, στην οποία ο διαχωρισμός των ποιοτικών χαρακτηριστικών θα είναι διακριτός με προτεινόμενους όρους κάποιους ίσως από τους παρακάτω pure, traditional, authentic, και plain.
Πολλοί μιλώντας για τη Ρετσίνα διαλέγουν επιπλέον να αγνοήσουν το κοινωνικό φαινόμενο που τη θέλει να αναμειγνύεται τοπικά με κόκα κόλα, για τη δημιουργία του Τούμπα Libre, μια φθηνή διασκεδαστική συνήθεια που ταυτόχρονα όμως υποβαθμίζει το κρασί ως προϊόν. Αυτό λοιπόν είναι κάτι που πρέπει να συζητηθεί και να αξιολογηθεί σε μία προσπάθεια να προωθηθεί η Ρετσίνα ως ένα ποιοτικό προϊόν με ξεχωριστό χαρακτήρα.
Το πιο σημαντικό άλλωστε χαρακτηριστικό της ρετσίνας είναι η δυνατότητά της να στέκεται στο τραπέζι απέναντι σε ιδιαιτέρως γευστικά φαγητά, όπως όταν κατά κανόνα συνοδεύει τους ελληνικούς μεζέδες, τάπας και συχνά αντικρουόμενες γεύσεις. Εκεί, ανάμεσα σε άλλα μη ενισχυμένα/χαμηλά σε αλκοόλη κρασιά δύσκολα βρίσκει αξιόλογο αντίπαλο - το Μοσχάτο είναι μάλλον πιο διακριτικό και λεπτό απο όσο οι γεύσεις επιβάλλουν, το Gewurztraminer δε διαθέτει την απαιτούμενη οξύτητα κλπ. Οι άλλες επιλογές συνοψίζονται σε τοπικά αποστάγματα, όπως τσίπουρο ή ούζο, ίσως και οξειδωμένα sherry (όχι όμως ξηρές Rioja) κάτι που σίγουρα δεν είναι τυχαίο.
Λίγα κρασιά μπορούν να εκφράσουν τον ελληνικό χαρακτήρα με τον τρόπο και την αυθεντικότητα που το κάνει η Ρετσίνα. Πολλοί παραγωγοί καλωσόρισαν επισκέπτες, των οποίων η πρώτη ερώτηση ήταν αν διαθέτουν ρετσίνα. Τους πήρε πολλά χρόνια για να μπορέσουν να απαντήσουν ΝΑΙ, με περηφάνια. Παρατηρώ ακριβώς το ίδιο στα διάφορα masterclass που παρουσιάζω ανά τον κόσμο - είναι πολλοί αυτοί που θέλουν να ενημερωθούν για τις εξελίξεις και να δοκιμάσουν τις νέες τάσεις. Ας μην τους το στερήσουμε.