Γιατί το Ελληνικό κρασί δεν έχει (ακόμα) κατακτήσει την κορυφή;
του Peter Pharos
«Πράγματι, όταν με ρωτάνε, όπως κάνουν συχνά, ποιες οινοπαραγωγικές χώρες πρέπει να προσέξουν, πάντα λέω Ελλάδα και Πορτογαλία» γράφει η Τζάνσις Ρόμπινσον, η πιο γνωστή αρθρογράφος του κρασιού διεθνώς. Και δεν είναι η μόνη. Αντίστοιχα ένθερμα σχόλια κάνει κατά καιρούς ο Έρικ Άσιμοφ, κύριος της οινικής στήλης της μεγαλύτερης εφημερίδας στον Αγγλόφωνο κόσμο. Και κάθε φορά που διαβάζω τον Έρικ ή τη Τζάνσις να γράφουν κάτι τέτοιο, μου έρχεται στο μυαλό ο Πίτερ Οφορίκουε.
Αν το όνομα δε σας λέει κάτι, είναι γιατί δεν είχατε παρακολουθήσει Ελληνικό ποδόσφαιρο στα τέλη των ‘90s. Ο Γκανέζος επιθετικός υπέγραψε στον Ολυμπιακό σε ηλικία 17 χρονών και στην πρώτη του σεζόν έγινε ο νεότερος σκόρερ στην ιστορία του Τσάμπιονς Λιγκ. Για τις τρεις-τέσσερις επόμενες σεζόν, ο Οφορίκουε ήταν το παιδί-θαύμα, το ανερχόμενο αστέρι. Κάθε φορά, την επόμενη χρονιά θα γινόταν το «μπαμ». Αλλά δεν έγινε ποτέ. Πέρασε την καριέρα του κάπου μεταξύ της Ελληνικής Σούπερ Λίγκας και της Πρέμιερ Λιγκ – της Γκάνας.
Θυμάμαι λοιπόν τον Οφορίκουε γιατί, από τότε που ξεκίνησα να παρακολουθώ το Ελληνικό κρασί (συμπτωματικά, περίπου την ίδια εποχή), τα σχόλια των Αγγλόφωνων αρθρογράφων είναι σε γενικές γραμμές παρόμοια. Η Ελλάδα κάνει πολύ καλύτερο κρασί απ’ ό,τι νομίζει το ευρύ κοινό. Έχει τόσους κρυμμένους θησαυρούς. Έχει πολύ καλή σχέση τιμής - απόδοσης. Θα είναι το next big thing. Να τη πετιέται.
Αντ’ αυτού, την τελευταία εικοσαετία η Ελλάδα είναι πάνω - κάτω στην ίδια θέση στο διεθνές οινικό στερέωμα. Σε απόλυτα μεγέθη βέβαια, η Ελληνική οινική σκηνή έχει κάνει άλματα, έχει αυξηθεί σε ποσότητα και βελτιωθεί σε ποιότητα. Αλλά και ποιος δεν έχει; Δικαίως περηφανευόμαστε για την επιτυχία του Ασύρτικου – αλλά τότε πόσο πρέπει να περηφανεύονται οι Σικελοί για το Καρικάντε και οι Γαλικιανοί για το Αλμπαρίνιο; Την ίδια εικοσαετία, οι Άγγλοι πήγαν απ’ το μηδέν στα αφρώδη των 50 € και άνω, ενώ οι Κορσικανοί και οι Γεωργιανοί σέρφαραν τις ιδιοτροπίες του διεθνούς στερεώματος και πήραν πολύ περισσότερο από τα 15 λεπτά δημοσιότητας που τους αναλογούσαν. Όταν φουσκώνει η παλίρροια, τους σηκώνει όλους.
Αυτό που με ενδιαφέρει εδώ, και από τη θέση του εξωτερικού παρατηρητή στα οινικά δρώμενα, δεν είναι να τραγουδήσω πάλι τα πλεονεκτήματά μας. Μας τα λένε οι ξένοι (όχι πάντα καλοπροαίρετα), και τα αντιλαλούμε μεταξύ μας. Αλλά θα ήθελα να δω ποια είναι τα μειονεκτήματα που μας κρατάνε απ’ το να πάμε ψηλότερα.
Οι δομικές μας αδυναμίες ίσως είναι περισσότερες απ’ όσες νομίζουμε. Παράγουμε περίπου το 5% απ’ ό,τι παράγουν οι Ιταλοί ή οι Ισπανοί. Αυτό έχει κάποια πλεονεκτήματα (π.χ. ότι δεν έχουμε τόσους αμπελοπαραγωγούς που φυτοζωούν ή είναι στο έλεος ενός ξένου σούπερ-μάρκετ), αλλά έχει και βασικά μειονεκτήματα. Στο εξωτερικό, σημαίνει ότι δεν έχουμε κάποιο κρασί-πρεσβευτή στον μέσο καταναλωτή. Ακόμα και σε εύρωστες αγορές όπως της Βρετανίας, η μέση τιμή φιάλης είναι μόλις έξι λίρες που, λόγω μεταφορικών και φορολογικού συστήματος, αντιστοιχεί στη φιάλη των 3-4 € στο Ελληνικό ράφι. Το ότι δεν έχουμε κάτι ελκυστικό να διαθέσουμε σ’ αυτή την κατηγορία, σημαίνει πολύ απλά ότι ο μέσος Βρετανός (ή Γερμανός, ή Αμερικανός), απλώς δεν μας ξέρει. Δεν είναι τυχαίο ότι το τελευταίο κρασί για το οποίο μας θυμούνται οι μη ειδικοί είναι η ρετσίνα. Στο δε εσωτερικό, σημαίνει ότι τα μεγέθη του τομέα είναι τέτοια που, εκ των πραγμάτων, το κρασί δεν αποτελεί προτεραιότητα για την Πολιτεία, με τις αντίστοιχες επιπτώσεις σε στρατηγικές επενδύσεις, έρευνα, ανάπτυξη κ.ο.κ. Θα μπορούσαμε βέβαια να ονειρευόμαστε μια άλλη Πολιτεία που θα τα ποιούσε όλα εν σοφία αλλά, τι να κάνουμε, αυτό είναι το πολιτικοοικονομικό τερουάρ που μας έλαχε…
Ένα άλλο θέμα είναι η έλλειψη οινικής κουλτούρας – και δεν μιλάω για την εφήμερη κουλτούρα, όπου έχει υπάρξει μεγάλη βελτίωση, αλλά για την ιστορική. Η μεγαλύτερή μας αδυναμία είναι ότι δεν έχουμε κουλτούρα οίνων μακράς παλαίωσης, που αποτελεί το διαβατήριο για την αριστοκρατία του κρασιού. Ένας οινοκριτικός μπορεί βέβαια να εικάσει ότι η χι ή η ψι ετικέτα έχει είκοσι ή τριάντα χρόνια μπροστά της – αλλά αν δεν υπάρχουν οι χειροπιαστές αποδείξεις, η βελόνα της αγοράς δεν κινείται εύκολα. (Εκεί ίσως κάναμε και κάποια λάθη μόνοι μας στο παρελθόν, και φουσκώσαμε το πόσο μακριά πάει το δυνατό μας χαρτί – αλλά πλέον υπάρχει αρκετός κόσμος με Ασύρτικα κάποιων ετών στην κάβα του και τα αποτελέσματα δεν ενθουσιάζουν πάντα.)
Γιατί δεν κάναμε νωρίτερα κρασιά για την ξένη αγορά; Θυμάμαι μια υπεύθυνη αγορών για ένα μεγάλο Αγγλικό σούπερ-μάρκετ να μου λέει ότι προσπαθούσε μάταια να εξηγήσει σε Έλληνες παραγωγούς τις απαιτήσεις της δεκαπέντε χρόνια πριν. Η απάντηση ήταν απλή, και εν μέρει κατανοητή. «Γιατί να δώσω είκοσι χιλιάδες φιάλες σε σένα για 10 ευρώ, όταν μπορώ να δώσω δέκα χιλιάδες εδώ για 20;» Η ωρίμανση της εξαιρετικά ταλαντούχας γενιάς του ’90, συνέπεσε με την μεγαλύτερη περίοδο ευμάρειας στην ιστορία της χώρας. Το κρασί ποιότητας έβρισκε αγοραστές εύκολα εντός, σε ένα κοινό με αυξανόμενο διαθέσιμο εισόδημα αλλά σχετικά μικρή οινική παιδεία, «μονωμένη» από εξωτερικές επιρροές. Ο προσανατολισμός δεν ήταν για το κρασί που θα «δείξει» σε είκοσι χρόνια απ’ την αγορά, αλλά σε είκοσι μέρες, ή και ώρες…
Κάπως έτσι λοιπόν βρεθήκαμε να παίζουμε πάντα στην μεσαία κατηγορία: χωρίς εκπρόσωπο στον μέσο καταναλωτή, και χωρίς εκπρόσωπο στην ελίτ. Αλλά και χωρίς κάποιον να μεσολαβήσει για εμάς. Κάποτε αυτοαποκαλούμασταν, με μία δόση μελοδραματισμού, «έθνος ανάδελφο». Αυτό μπορεί να μη φαίνεται πολύ σημαντικό αλλά, για τις μεγάλες αγορές του εξωτερικού τουλάχιστον, είναι και μάλιστα πολύ. Οι Αγγλόφωνες οινοπαραγωγικές χώρες, απ’ τις ΗΠΑ αρχικά, την Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία αργότερα, και τη Νότιο Αφρική πιο πρόσφατα, εκτοξεύτηκαν σε μεγάλο βαθμό λόγω της φιλικής προδιάθεσης των Βρετανών. Οι Ισπανόφωνοι της Αργεντινής και της Χιλής (και λίαν συντόμως του Μεξικού και της Ουρουγουάης) κερδίζουν απ’ την πολιτισμική αλληλεπίδραση με την Ισπανία και τη στενή σχέση προσώπων-κλειδιά με τις ΗΠΑ. Ακόμα και η υπερδύναμη Ιταλία, κατέκτησε την κορυφή μόνο μετά την ψήφο εμπιστοσύνης των κριτικών της Ανατολικής Ακτής, δηλαδή την περιοχή της Αμερικής όπου η εστίαση θεωρείται προνομιακός της τόπος. Εμείς απ’ την άλλη, βασιζόμαστε πάντα στην καλοσύνη των ξένων που λέει και ο Ουίλιαμς. Εν προκειμένω, στην καλοσύνη της Τζάνσις και του Έρικ.
«Ωραία, αν και απαισιόδοξα, μας τα λες Πίτερ», ενδεχομένως να σκέφτεται κάποιος που έφτασε ως εδώ, «και τι παραπάνω μπορούμε να κάνουμε;». Αλλά δυστυχώς οι χίλιες λέξεις μου τελείωσαν – ίσως σε κάποιο επόμενο επεισόδιο…
Ο Peter Pharos γράφει για το Ελληνικό και το Ιταλικό κρασί, κυρίως μέσω της στήλης του στο σάιτ του Tim Atkin MW